- ξενώνω
- (Α ξενῶ, -όω, ιων. τ. ξεινόω)[ξένος]αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.)αρχ.1. φιλοξενώ2. (μέσ.-παθ.) ξενούμαι, -όομαια) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.)β) έχω φιλική περιποίηση ως φιλοξενούμενος κάποιουγ) υποδέχομαι και φιλοξενώ κάποιονδ) ξενιτεύομαιε) εξορίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.